κουρταλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρταλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουρταλίζω / κρουταλίζω / κροταλίζω < αρχαία ελληνική κροταλίζω < κρόταλον < κροτέω / κροτῶ < κρότος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuɾ.taˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουρ‐τα‐λώ
Ρήμα
επεξεργασίακουρταλώ, πρτ.: κουρταλούσα, ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- (ιδιωματικό) κτυπώ, κάνω θόρυβο
- ※ Μοναχή τὸ δρόμο ἐπῆρες / ἐξανᾶλθες μοναχή· / δὲν εἶν' εὔκολες οἱ θύρες / ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.(Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουρταλώ
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)