Ετυμολογία

επεξεργασία
κνήθω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κνήθομαι

κνήθω (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. ξύνω
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 105 (102-105) @georgakas.lit.auth.gr
    Τὸ τί σὲ θέλω ἐξαπορῶ, τὸ τί σὲ χρήζω οὐκ οἶδα·
    ἂν οὐκ ἐθάρρεις κολυμβᾶν, κολυμβητὴς μὴ ἐγένου,
    ἀλλ’ ἂς ἐκάθου σιγηρὸς καὶ ἀπομεριμνημένος,
    καὶ ἂς ἔκνηθες τὴν λέπραν σου, καὶ ἂς ἤφηνες ἐμέναν.
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
  2. (στη μέση φωνή) ξύνομαι
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 47 (46-47) @anemi.lib.uoc.gr
    τί μουρμουρίζεις; πρόσεχε, μηδὲν ξηροχασμᾶσαι,
    μὴ τρίβεσαι, μὴ κνήθεσαι, μὴ περισσοψωρίζῃς,
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κνήθω < μεταγενέστερος τύπος του κνάω

κνήθω

  1. γρατσουνίζω, γαργαλάω
  2. (στην παθητική φωνή) ξύνομαι, νιώθω φαγούρα