Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπομεριμνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀπομεριμνῶ

ἀπομεριμνημένος, -η, -ον

  1. αμέριμνος
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 104 (102-105) @georgakas.lit.auth.gr
    Τὸ τί σὲ θέλω ἐξαπορῶ, τὸ τί σὲ χρήζω οὐκ οἶδα·
    ἂν οὐκ ἐθάρρεις κολυμβᾶν, κολυμβητὴς μὴ ἐγένου,
    ἀλλ’ ἂς ἐκάθου σιγηρὸς καὶ ἀπομεριμνημένος,
    καὶ ἂς ἔκνηθες τὴν λέπραν σου, καὶ ἂς ἤφηνες ἐμέναν.
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
  2. απογοητευμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία