κλαδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαδίζω < μεσαιωνική ελληνική κλαδίζω < κλαδί + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίακλαδίζω
- βγάζω κλαδιά
- ※ Βλασταίνει και κλαδίζει μόνο μέσα στη νύχτα , πιάνεται παντούσε με τις ακατέλυτες κληματίδες του (Στράτης Μυρίβηλης, Η ζωή εν τάφω: το βιβλίο του πολέμου, 1955, σελ. 141)
- διακλαδίζομαι (συνήθως χρησιμοποιείται στη μορφή κλαδίζει, λέξη που χρησιμοποιείται και στη λογοτεχνία)
- (ιδιωματικό) (κρητικά) ταΐζω τα αιγοπρόβατα με κλαδιά
- κόβω τα κλαδιά
- ≈ συνώνυμα: κλαδοκόβγω, κλαρίζω
- ※ Ξαναπαίρνει το τσεκούρι, κλαρίζει (κλαδίζει) τα άχρηστα κλαδιά του πεσμένου κλωναριού, κι έχει έτοιμο το ξύλο που χρειάζεται (Δημήτρης Λουκόπουλος, Γεωργικά της Ρούμελης, Εκδ. Δωδώνη, 1983, σελ. 15)
- ανθοκομώ, περιποιούμαι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλαδί
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλαδίζω | κλάδιζα | θα κλαδίζω | να κλαδίζω | κλαδίζοντας | |
β' ενικ. | κλαδίζεις | κλάδιζες | θα κλαδίζεις | να κλαδίζεις | κλάδιζε | |
γ' ενικ. | κλαδίζει | κλάδιζε | θα κλαδίζει | να κλαδίζει | ||
α' πληθ. | κλαδίζουμε | κλαδίζαμε | θα κλαδίζουμε | να κλαδίζουμε | ||
β' πληθ. | κλαδίζετε | κλαδίζατε | θα κλαδίζετε | να κλαδίζετε | κλαδίζετε | |
γ' πληθ. | κλαδίζουν(ε) | κλάδιζαν κλαδίζαν(ε) |
θα κλαδίζουν(ε) | να κλαδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλάδισα | θα κλαδίσω | να κλαδίσω | κλαδίσει | ||
β' ενικ. | κλάδισες | θα κλαδίσεις | να κλαδίσεις | κλάδισε | ||
γ' ενικ. | κλάδισε | θα κλαδίσει | να κλαδίσει | |||
α' πληθ. | κλαδίσαμε | θα κλαδίσουμε | να κλαδίσουμε | |||
β' πληθ. | κλαδίσατε | θα κλαδίσετε | να κλαδίσετε | κλαδίστε | ||
γ' πληθ. | κλάδισαν κλαδίσαν(ε) |
θα κλαδίσουν(ε) | να κλαδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλαδίσει | είχα κλαδίσει | θα έχω κλαδίσει | να έχω κλαδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλαδίσει | είχες κλαδίσει | θα έχεις κλαδίσει | να έχεις κλαδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κλαδίσει | είχε κλαδίσει | θα έχει κλαδίσει | να έχει κλαδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλαδίσει | είχαμε κλαδίσει | θα έχουμε κλαδίσει | να έχουμε κλαδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλαδίσει | είχατε κλαδίσει | θα έχετε κλαδίσει | να έχετε κλαδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κλαδίσει | είχαν κλαδίσει | θα έχουν κλαδίσει | να έχουν κλαδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλαδίζω
|
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακλαδίζω