κιζντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κιζντίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قیزمق (qïzmaq, γίνομαι θερμός, φουντώνω, θυμώνω) (τουρκική kızmak, ρηματικός τύπος kızdım) κιζντ- + -ίζω < πρωτοτουρκική ρίζα *kï̄ŕ- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασία
κιζντίζω, αόρ.: κίζντισα (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- γκιζντίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κιζντίζω
→ δείτε τη λέξη θυμώνω |
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αποσπάσματα - περιοδικό ⌘ Αθηνά, τόμος 62-63, 1958.
- ↑ απόσπασμα - Αρχείον του Θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού τόμοι 25-26, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, 1960