κατολισθαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατολισθαίνω < ελληνιστική κοινή κατολισθάνω < κατά + αρχαία ελληνική ὀλισθάνω
Ρήμα
επεξεργασίακατολισθαίνω
- (γεωλογία) για χώματα, πέτρες κ.ά. που αποσπώνται από υψηλότερα σημεία λόφων, χαραδρών κ.λπ. και πέφτουν σε χαμηλότερα σημεία
- (μεταφορικά) για κάτι που χειροτερεύει ή παρουσιάζει φθίνουσα πορεία
Συγγενικά
επεξεργασία- κατολίσθηση
- → δείτε τις λέξεις κατά και ολισθαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατολισθαίνω | κατολίσθαινα | θα κατολισθαίνω | να κατολισθαίνω | κατολισθαίνοντας | |
β' ενικ. | κατολισθαίνεις | κατολίσθαινες | θα κατολισθαίνεις | να κατολισθαίνεις | κατολίσθαινε | |
γ' ενικ. | κατολισθαίνει | κατολίσθαινε | θα κατολισθαίνει | να κατολισθαίνει | ||
α' πληθ. | κατολισθαίνουμε | κατολισθαίναμε | θα κατολισθαίνουμε | να κατολισθαίνουμε | ||
β' πληθ. | κατολισθαίνετε | κατολισθαίνατε | θα κατολισθαίνετε | να κατολισθαίνετε | κατολισθαίνετε | |
γ' πληθ. | κατολισθαίνουν(ε) | κατολίσθαιναν κατολισθαίναν(ε) |
θα κατολισθαίνουν(ε) | να κατολισθαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατολίσθησα | θα κατολισθήσω | να κατολισθήσω | κατολισθήσει | ||
β' ενικ. | κατολίσθησες | θα κατολισθήσεις | να κατολισθήσεις | κατολίσθησε | ||
γ' ενικ. | κατολίσθησε | θα κατολισθήσει | να κατολισθήσει | |||
α' πληθ. | κατολισθήσαμε | θα κατολισθήσουμε | να κατολισθήσουμε | |||
β' πληθ. | κατολισθήσατε | θα κατολισθήσετε | να κατολισθήσετε | κατολισθήστε | ||
γ' πληθ. | κατολίσθησαν κατολισθήσαν(ε) |
θα κατολισθήσουν(ε) | να κατολισθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατολισθήσει | είχα κατολισθήσει | θα έχω κατολισθήσει | να έχω κατολισθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατολισθήσει | είχες κατολισθήσει | θα έχεις κατολισθήσει | να έχεις κατολισθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατολισθήσει | είχε κατολισθήσει | θα έχει κατολισθήσει | να έχει κατολισθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατολισθήσει | είχαμε κατολισθήσει | θα έχουμε κατολισθήσει | να έχουμε κατολισθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατολισθήσει | είχατε κατολισθήσει | θα έχετε κατολισθήσει | να έχετε κατολισθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατολισθήσει | είχαν κατολισθήσει | θα έχουν κατολισθήσει | να έχουν κατολισθήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατολισθαίνω