καταθορυβώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταθορυβώ < ελληνιστική κοινή καταθορυβέω / καταθορυβῶ
Ρήμα επεξεργασία
καταθορυβώ (παθητική φωνή: καταθορυβούμαι)
- (κυριολεκτικά) παράγω πολύ θόρυβο
- (μεταφορικά) αναστατώνω ή ταράζω κάποιον, τον κάνω ν’ ανησυχήσει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταθορυβώ
|