καλάσνικοφ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλάσνικοφ < (λόγιο δάνειο) αγγλική Kalashnikov ή από τη γαλλική kalachnikov [1] < ρωσική Калашников (Kalášnikov) από το επώνυμο του Ρώσου Μιχαήλ Καλάσνικοφ (Михаил Калашников, 1919-2013),[2] που το 1947,[3] σχεδίασε το όπλο автомат Калашникова (avtomát Kalášnikova: αυτόματο [όπλο] του Καλάσνικοφ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈla.sni.kof/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λά‐σνι‐κοφ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλάσνικοφ ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτικός όρος, οπλισμός) είδος ανθεκτικού υποπολυβόλου
- συντομογραφία: ΑΚ-47: Αвтомат Κалашникова-[μοντέλο του 19]47
Άλλες μορφές
επεξεργασία- καλάζνικοφ
- επίσης, σπάνια λανθασμένη μεταγραφή (-ёв = -ώφ, αλλά -ов = -οφ) με κατάληξη -ωφ αντί -οφ : καλάσνικωφ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- AK-47 στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλάσνικοφ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καλάσνικοφ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)