Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάζουαλ < αγγλική casual < υστερολατινική casualis < λατινική casus < cado < πρωτοϊταλική *kadō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱh₂d- (πέφτω)

  Επίθετο επεξεργασία

κάζουαλ άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία