Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κάζουαλ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κάζουαλ
<
αγγλική
casual
<
υστερολατινική
casualis
<
λατινική
casus
<
cado
<
πρωτοϊταλική
*
kadō
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
ḱh₂d
- (
πέφτω
)
Επίθετο
επεξεργασία
κάζουαλ
άκλιτο
(
προφορικό
)
όρος
που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι
χαλαρό
,
άνετο
και μη
επίσημο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κάζουαλ
αγγλικά
:
casual
(en)