ιδιότροπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιότροπα < ιδιότροπος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ιδιότροπα
- με ιδιότροπο τρόπο, με ιδιοτοπίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιότροπα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ιδιότροπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ιδιότροπος