θρους
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θρους < μονοτονική γραφή: αρχαία ελληνική θροῦς (ασυναίρετο: θρόος), ήχος από πολλές φωνές, μουρμουρητό < θροέω, φωνάζω
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θρους αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)
- (αρχαιοπρεπές) ήχος από τριβή
- ※ ὁ θροῦς τῶν βημάτων της ἀντήχει ὡς δοῦπος σκληρὸς εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἡ Φόνισσα, 1903)
- ※ ὁ θροῦς τῶν φυλλωμάτων γέμιζε ἀνάλαφρα τὴ νύχτα (Τάκης Ελευθεριάδης, Ληξιαρχεῖον, 1986) ως συνώνυμο του: θρόισμα