Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεατρίζω < ελληνιστική κοινή θεατρίζω < αρχαία ελληνική θέατρον

  Ρήμα επεξεργασία

θεατρίζω

  1. (παρωχημένο) διασύρω, διαπομπεύω
  2. (παθητική φωνή) θεατρίζομαι: πηγαίνω (τακτικά) στο θέατρο για παρακολούθηση θεατρικής παράστασης

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία