θεατρίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεατρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος θεατρίζω < ελληνιστική κοινή θεατρίζω < αρχαία ελληνική θέατρον
Ρήμα επεξεργασία
θεατρίζομαι
- πηγαίνω (τακτικά) στο θέατρο για παρακολούθηση θεατρικής παράστασης
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θεατρίζομαι | θεατριζόμουν(α) | θα θεατρίζομαι | να θεατρίζομαι | ||
β' ενικ. | θεατρίζεσαι | θεατριζόσουν(α) | θα θεατρίζεσαι | να θεατρίζεσαι | (θεατρίζου) | |
γ' ενικ. | θεατρίζεται | θεατριζόταν(ε) | θα θεατρίζεται | να θεατρίζεται | ||
α' πληθ. | θεατριζόμαστε | θεατριζόμαστε θεατριζόμασταν |
θα θεατριζόμαστε | να θεατριζόμαστε | ||
β' πληθ. | θεατρίζεστε | θεατριζόσαστε θεατριζόσασταν |
θα θεατρίζεστε | να θεατρίζεστε | (θεατρίζεστε) | |
γ' πληθ. | θεατρίζονται | θεατρίζονταν θεατριζόντουσαν |
θα θεατρίζονται | να θεατρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θεατρίστηκα | θα θεατριστώ | να θεατριστώ | θεατριστεί | ||
β' ενικ. | θεατρίστηκες | θα θεατριστείς | να θεατριστείς | θεατρίσου | ||
γ' ενικ. | θεατρίστηκε | θα θεατριστεί | να θεατριστεί | |||
α' πληθ. | θεατριστήκαμε | θα θεατριστούμε | να θεατριστούμε | |||
β' πληθ. | θεατριστήκατε | θα θεατριστείτε | να θεατριστείτε | θεατριστείτε | ||
γ' πληθ. | θεατρίστηκαν θεατριστήκαν(ε) |
θα θεατριστούν(ε) | να θεατριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θεατριστεί | είχα θεατριστεί | θα έχω θεατριστεί | να έχω θεατριστεί | θεατρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις θεατριστεί | είχες θεατριστεί | θα έχεις θεατριστεί | να έχεις θεατριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει θεατριστεί | είχε θεατριστεί | θα έχει θεατριστεί | να έχει θεατριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θεατριστεί | είχαμε θεατριστεί | θα έχουμε θεατριστεί | να έχουμε θεατριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε θεατριστεί | είχατε θεατριστεί | θα έχετε θεατριστεί | να έχετε θεατριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θεατριστεί | είχαν θεατριστεί | θα έχουν θεατριστεί | να έχουν θεατριστεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεατρίζομαι
|