Ετυμολογία

επεξεργασία
ηθικολογώ < ηθικολόγος + ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) moraliser)

ηθικολογώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία