ηθικολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηθικολογώ < ηθικολόγος + -ώ ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) moraliser)
Ρήμα
επεξεργασίαηθικολογώ
- μιλώ για ηθική, ενίοτε με τρόπο επιτιμητικό και απαξιωτικό προς τις πράξεις άλλων, και με διάθεση απόλυτη και ίσως δογματική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ηθικολόγος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ηθικολογώ | ηθικολογούσα | θα ηθικολογώ | να ηθικολογώ | ηθικολογώντας | |
β' ενικ. | ηθικολογείς | ηθικολογούσες | θα ηθικολογείς | να ηθικολογείς | (ηθικολόγει) | |
γ' ενικ. | ηθικολογεί | ηθικολογούσε | θα ηθικολογεί | να ηθικολογεί | ||
α' πληθ. | ηθικολογούμε | ηθικολογούσαμε | θα ηθικολογούμε | να ηθικολογούμε | ||
β' πληθ. | ηθικολογείτε | ηθικολογούσατε | θα ηθικολογείτε | να ηθικολογείτε | ηθικολογείτε | |
γ' πληθ. | ηθικολογούν(ε) | ηθικολογούσαν(ε) | θα ηθικολογούν(ε) | να ηθικολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ηθικολόγησα | θα ηθικολογήσω | να ηθικολογήσω | ηθικολογήσει | ||
β' ενικ. | ηθικολόγησες | θα ηθικολογήσεις | να ηθικολογήσεις | ηθικολόγησε | ||
γ' ενικ. | ηθικολόγησε | θα ηθικολογήσει | να ηθικολογήσει | |||
α' πληθ. | ηθικολογήσαμε | θα ηθικολογήσουμε | να ηθικολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ηθικολογήσατε | θα ηθικολογήσετε | να ηθικολογήσετε | ηθικολογήστε | ||
γ' πληθ. | ηθικολόγησαν ηθικολογήσαν(ε) |
θα ηθικολογήσουν(ε) | να ηθικολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ηθικολογήσει | είχα ηθικολογήσει | θα έχω ηθικολογήσει | να έχω ηθικολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ηθικολογήσει | είχες ηθικολογήσει | θα έχεις ηθικολογήσει | να έχεις ηθικολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ηθικολογήσει | είχε ηθικολογήσει | θα έχει ηθικολογήσει | να έχει ηθικολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ηθικολογήσει | είχαμε ηθικολογήσει | θα έχουμε ηθικολογήσει | να έχουμε ηθικολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ηθικολογήσει | είχατε ηθικολογήσει | θα έχετε ηθικολογήσει | να έχετε ηθικολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ηθικολογήσει | είχαν ηθικολογήσει | θα έχουν ηθικολογήσει | να έχουν ηθικολογήσει |
|