ζαρίζω
Αναθεώρηση : Να ξαναδούμε τον 2ο ορισμό: Είναι σωστός; Ταιριάζει με το παράδειγμα του Κρυστάλλη;. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zaˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐ρί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
ζαρίζω (ιδιωματικό) συνήθως στο τρίτο πρόσωπο ενικού)
- (για τον ήλιο ή το φως) αρχίζω να φαίνομαι, ανατέλλω, προβάλλω, φωτίζω
- ↪ Θα ξεκινήσουμε νωρίς, μόλις ζαρίσει ο ήλιος.
- βλέπω αμυδρά, μόλις που διακρίνω
- ※ Στὰ κορφοβούνια θ' ἀνεβῶ, ποὺ δὲ ζαρίζει ὁ ἥλιος. (Κώστας Κρυστάλλης, «Περδικομάτα», Τραγούδια τῆς στάνης, π. 1912)
- γρινιάζω (για τα σκυλιά) [1]
- → δείτε τη λέξη ῥύζω
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- ιδίωμα της Στερεάς Ελλάδας (Άγραφα) και της Θεσσαλίας (Πήλιο, Χάσια) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Επιτομή λεξικού της παλαιάς Ελληνικής γλώσσης εις την σημερινήν, Γεώργιος Ψύλλας, εκ της τυπογραφίας Α. Αγγελίδου, 1836, σελ. 226 @books.google