Δείτε επίσης: ἐφεξῆς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφεξής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐφεξῆς < ἐπί + ἑξῆς
για τη γεωμετρία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική adjacent [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.feˈksis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐φε‐ξής

  Επίρρημα επεξεργασία

εφεξής

  1. (χρονικό επίρρημα) από εδώ και πέρα, στο εξής
  2. (γεωμετρία) εφεξής γωνίες: δύο γωνίες με κοινή κορυφή και μία κοινή εσωτερική πλευρά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία