εφεξής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφεξής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐφεξῆς < ἐπί + ἑξῆς
- για τη γεωμετρία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική adjacent [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.feˈksis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φε‐ξής
Επίρρημα επεξεργασία
εφεξής
- (χρονικό επίρρημα) από εδώ και πέρα, στο εξής
- (γεωμετρία) εφεξής γωνίες: δύο γωνίες με κοινή κορυφή και μία κοινή εσωτερική πλευρά
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
από εδώ και πέρα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εφεξής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας