adjacent
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
adjacent (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adjacent | adjacents |
θηλυκό | adjacente | adjacentes |
adjacent (fr)
adjacent (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adjacent | adjacents |
θηλυκό | adjacente | adjacentes |
adjacent (fr)