ευοδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευοδώνω < αρχαία ελληνική εὐοδόω / εὐοδῶ
Ρήμα
επεξεργασίαευοδώνω (παθητική φωνή: ευοδώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατευόδωτος
- ανευόδωτος
- ευόδωση
- κατευόδωμα
- κατευοδώνω
- → δείτε τις λέξεις ευ και οδός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευοδώνω
|