Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐοδόω < εὖ + ὁδός

  Ρήμα επεξεργασία

εὐοδόω, παθητ. εὐοδόομαι

  • βοηθώ κάποιον να έχει "καλό δρόμο"
    ※  Σφῷν δ΄ εὐοδοίη Ζεύς (Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολονώ, 1435)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 609