ευοδώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαευοδώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ευοδώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευοδώνομαι | ευοδωνόμουν(α) | θα ευοδώνομαι | να ευοδώνομαι | ||
β' ενικ. | ευοδώνεσαι | ευοδωνόσουν(α) | θα ευοδώνεσαι | να ευοδώνεσαι | (ευοδώνου) | |
γ' ενικ. | ευοδώνεται | ευοδωνόταν(ε) | θα ευοδώνεται | να ευοδώνεται | ||
α' πληθ. | ευοδωνόμαστε | ευοδωνόμαστε ευοδωνόμασταν |
θα ευοδωνόμαστε | να ευοδωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ευοδώνεστε | ευοδωνόσαστε ευοδωνόσασταν |
θα ευοδώνεστε | να ευοδώνεστε | (ευοδώνεστε) | |
γ' πληθ. | ευοδώνονται | ευοδώνονταν ευοδωνόντουσαν |
θα ευοδώνονται | να ευοδώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευοδώθηκα | θα ευοδωθώ | να ευοδωθώ | ευοδωθεί | ||
β' ενικ. | ευοδώθηκες | θα ευοδωθείς | να ευοδωθείς | ευοδώσου | ||
γ' ενικ. | ευοδώθηκε | θα ευοδωθεί | να ευοδωθεί | |||
α' πληθ. | ευοδωθήκαμε | θα ευοδωθούμε | να ευοδωθούμε | |||
β' πληθ. | ευοδωθήκατε | θα ευοδωθείτε | να ευοδωθείτε | ευοδωθείτε | ||
γ' πληθ. | ευοδώθηκαν ευοδωθήκαν(ε) |
θα ευοδωθούν(ε) | να ευοδωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ευοδωθεί | είχα ευοδωθεί | θα έχω ευοδωθεί | να έχω ευοδωθεί | ευοδωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ευοδωθεί | είχες ευοδωθεί | θα έχεις ευοδωθεί | να έχεις ευοδωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ευοδωθεί | είχε ευοδωθεί | θα έχει ευοδωθεί | να έχει ευοδωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ευοδωθεί | είχαμε ευοδωθεί | θα έχουμε ευοδωθεί | να έχουμε ευοδωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ευοδωθεί | είχατε ευοδωθεί | θα έχετε ευοδωθεί | να έχετε ευοδωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ευοδωθεί | είχαν ευοδωθεί | θα έχουν ευοδωθεί | να έχουν ευοδωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευοδώνομαι
|