Ετυμολογία

επεξεργασία
εσωτερικοποιώ < εσωτερικός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική internalize)

εσωτερικοποιώ

  1. εσωτερικεύω
  2. ενστερνίζομαι, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ
    ※  Δεν κρίνεται το περίγραμμα, αλλά η σημειολογία μιας στάσης ζωής, μιας αντίληψης για το τι σημαίνει συμπεριφέρομαι σε δημόσιο χώρο και, πάνω απ’ όλα, τι σημαίνει εσωτερικοποιώ τον θεσμικό ρόλο που ανέλαβα με ψήφο μάλιστα από τους πολίτες. (εφ. Καθημερινή, 17/5/2016)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία