εσωτερικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσωτερικοποιώ < εσωτερικός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική internalize)
Ρήμα
επεξεργασίαεσωτερικοποιώ
- εσωτερικεύω
- ενστερνίζομαι, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ
- ※ Δεν κρίνεται το περίγραμμα, αλλά η σημειολογία μιας στάσης ζωής, μιας αντίληψης για το τι σημαίνει συμπεριφέρομαι σε δημόσιο χώρο και, πάνω απ’ όλα, τι σημαίνει εσωτερικοποιώ τον θεσμικό ρόλο που ανέλαβα με ψήφο μάλιστα από τους πολίτες. (εφ. Καθημερινή, 17/5/2016)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εσωτερικοποιώ | εσωτερικοποιούσα | θα εσωτερικοποιώ | να εσωτερικοποιώ | εσωτερικοποιώντας | |
β' ενικ. | εσωτερικοποιείς | εσωτερικοποιούσες | θα εσωτερικοποιείς | να εσωτερικοποιείς | (εσωτερικοποίει) | |
γ' ενικ. | εσωτερικοποιεί | εσωτερικοποιούσε | θα εσωτερικοποιεί | να εσωτερικοποιεί | ||
α' πληθ. | εσωτερικοποιούμε | εσωτερικοποιούσαμε | θα εσωτερικοποιούμε | να εσωτερικοποιούμε | ||
β' πληθ. | εσωτερικοποιείτε | εσωτερικοποιούσατε | θα εσωτερικοποιείτε | να εσωτερικοποιείτε | εσωτερικοποιείτε | |
γ' πληθ. | εσωτερικοποιούν(ε) | εσωτερικοποιούσαν(ε) | θα εσωτερικοποιούν(ε) | να εσωτερικοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εσωτερικοποίησα | θα εσωτερικοποιήσω | να εσωτερικοποιήσω | εσωτερικοποιήσει | ||
β' ενικ. | εσωτερικοποίησες | θα εσωτερικοποιήσεις | να εσωτερικοποιήσεις | εσωτερικοποίησε | ||
γ' ενικ. | εσωτερικοποίησε | θα εσωτερικοποιήσει | να εσωτερικοποιήσει | |||
α' πληθ. | εσωτερικοποιήσαμε | θα εσωτερικοποιήσουμε | να εσωτερικοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | εσωτερικοποιήσατε | θα εσωτερικοποιήσετε | να εσωτερικοποιήσετε | εσωτερικοποιήστε | ||
γ' πληθ. | εσωτερικοποίησαν εσωτερικοποιήσαν(ε) |
θα εσωτερικοποιήσουν(ε) | να εσωτερικοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εσωτερικοποιήσει | είχα εσωτερικοποιήσει | θα έχω εσωτερικοποιήσει | να έχω εσωτερικοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εσωτερικοποιήσει | είχες εσωτερικοποιήσει | θα έχεις εσωτερικοποιήσει | να έχεις εσωτερικοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εσωτερικοποιήσει | είχε εσωτερικοποιήσει | θα έχει εσωτερικοποιήσει | να έχει εσωτερικοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εσωτερικοποιήσει | είχαμε εσωτερικοποιήσει | θα έχουμε εσωτερικοποιήσει | να έχουμε εσωτερικοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εσωτερικοποιήσει | είχατε εσωτερικοποιήσει | θα έχετε εσωτερικοποιήσει | να έχετε εσωτερικοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εσωτερικοποιήσει | είχαν εσωτερικοποιήσει | θα έχουν εσωτερικοποιήσει | να έχουν εσωτερικοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσωτερικοποιώ