ερρέτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερρέτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρρέτω, γ΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του ἔρρω
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ερρέτω!
- (αρχαιοπρεπές) να λείπει!, ας χαθεί, στα κομμάτια!
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αρχαία ελληνικά: ἔρρ' ἐς κόρακας / ἐρρέτω ἐς κόρακας (άι στον κόρακα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ερρέτω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)