Δείτε επίσης: ἐρρέτω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερρέτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρρέτω, γ΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του ἔρρω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ερρέτω!

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία