Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔρρʼ ἐς κόρακας! → δείτε  ἔρρ' (ἔρρε), 2ο πρόσωπο ενικού προστακτικής του ἔρρω, ἐς & κόρακας, αιτιατική πληθυντικού του κόραξ. Κυριολεκτικά, «άντε πήγαινε και χάσου στους κόρακες».

  Έκφραση

επεξεργασία

ἔρρʼ ἐς κόρακας!

Άλλες μορφές

επεξεργασία