στον κόρακα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στον κόρακα! < αρχαία ελληνική ἔρρ' ἐς κόρακας → δείτε τις λέξεις στον και κόρακα, αιτιατική ενικού του κόρακας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stoŋ‿ˈɡoɾaka/ < /ston/ & /ˈkoɾaka/
Έκφραση
επεξεργασίαστον κόρακα!
- (προφορικό) συνώνυμο του στο διάολο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- άι στον κόρακα
Μεταφράσεις
επεξεργασία στον κόρακα