ενσακκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενσακκίζω
- άλλη μορφή του ενσακίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- ενσάκκιση / ενσάκιση
- ενσακκιστής / ενσακιστής
- → δείτε τη λέξη σάκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενσακκίζω
|
ενσακκίζω
|