ελβετογερμανικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ελβετογερμανικά | ||
γενική | των | ελβετογερμανικών | ||
αιτιατική | τα | ελβετογερμανικά | ||
κλητική | ελβετογερμανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
τα ελβετογερμανικά (el) ουδέτερο μόνο πληθυντικός
- η γερμανική διάλεκτος που ομιλείται στην Ελβετία
- Συνώνυμα: τα ελβετικά γερμανικά, η ελβετογερμανική διάλεκτος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατα ελβετογερμανικά (el) ουδέτερο, πληθυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική κλίση πληθυντικού ουδετέρου του επιθέτου ο ελβετογερμανικός
Επίρρημα
επεξεργασίαελβετογερμανικά (el)
- με ελβετογερμανικό τρόπο, συμφωνα με τα ελβετογερμανικά έθιμα