Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ελβετογερμανικά
      γενική των ελβετογερμανικών
    αιτιατική τα ελβετογερμανικά
     κλητική ελβετογερμανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

τα ελβετογερμανικά (el) ουδέτερο μόνο πληθυντικός

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τα ελβετογερμανικά (el) ουδέτερο, πληθυντικός

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική κλίση πληθυντικού ουδετέρου του επιθέτου ο ελβετογερμανικός

  Επίρρημα επεξεργασία

ελβετογερμανικά (el)