Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσβάσταχτα < δυσβάσταχτ(ος) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈzva.sta.xta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σβά‐στα‐χτα
παλιότερος συλλαβισμός: δυσ‐βά‐στα‐χτα

  Επίρρημα

επεξεργασία

δυσβάσταχτα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

δυσβάσταχτα