διακοινώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακοινώνω < δια- + κοινός + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική communiquer)
Ρήμα
επεξεργασίαδιακοινώνω (παθητική φωνή: διακοινώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- διακοίνωση
- → δείτε τις λέξεις διά και κοινός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακοινώνω | διακοίνωνα | θα διακοινώνω | να διακοινώνω | διακοινώνοντας | |
β' ενικ. | διακοινώνεις | διακοίνωνες | θα διακοινώνεις | να διακοινώνεις | διακοίνωνε | |
γ' ενικ. | διακοινώνει | διακοίνωνε | θα διακοινώνει | να διακοινώνει | ||
α' πληθ. | διακοινώνουμε | διακοινώναμε | θα διακοινώνουμε | να διακοινώνουμε | ||
β' πληθ. | διακοινώνετε | διακοινώνατε | θα διακοινώνετε | να διακοινώνετε | διακοινώνετε | |
γ' πληθ. | διακοινώνουν(ε) | διακοίνωναν διακοινώναν(ε) |
θα διακοινώνουν(ε) | να διακοινώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακοίνωσα | θα διακοινώσω | να διακοινώσω | διακοινώσει | ||
β' ενικ. | διακοίνωσες | θα διακοινώσεις | να διακοινώσεις | διακοίνωσε | ||
γ' ενικ. | διακοίνωσε | θα διακοινώσει | να διακοινώσει | |||
α' πληθ. | διακοινώσαμε | θα διακοινώσουμε | να διακοινώσουμε | |||
β' πληθ. | διακοινώσατε | θα διακοινώσετε | να διακοινώσετε | διακοινώστε | ||
γ' πληθ. | διακοίνωσαν διακοινώσαν(ε) |
θα διακοινώσουν(ε) | να διακοινώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διακοινώσει | είχα διακοινώσει | θα έχω διακοινώσει | να έχω διακοινώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διακοινώσει | είχες διακοινώσει | θα έχεις διακοινώσει | να έχεις διακοινώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διακοινώσει | είχε διακοινώσει | θα έχει διακοινώσει | να έχει διακοινώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διακοινώσει | είχαμε διακοινώσει | θα έχουμε διακοινώσει | να έχουμε διακοινώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διακοινώσει | είχατε διακοινώσει | θα έχετε διακοινώσει | να έχετε διακοινώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διακοινώσει | είχαν διακοινώσει | θα έχουν διακοινώσει | να έχουν διακοινώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακοινώνω
|