Δείτε επίσης: ανακοινώνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακοινώνω < δια- + κοινός + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική communiquer)

διακοινώνω (παθητική φωνή: διακοινώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία