γουόκμαν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγουόκμαν ουδέτερο άκλιτο
- φορητή συσκευή αναπαραγωγής ήχου (μαγνητόφωνο ή CD player) με ακουστικά
Άλλες γραφές
επεξεργασία- γουώκμαν (μη απλοποιημένη)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γουόκμαν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας