walkman
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwalkman (en)
- το γουόκμαν
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- walkman < (άμεσο δάνειο) αγγλική walkman
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwalkman (fr) αρσενικό
- το γουόκμαν
walkman (en)
walkman (fr) αρσενικό