γλύφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλύφος < Αγγλική (glyph) το 1727 ως όρος της τυπογραφίας, ως δάνειο του γαλλικού όρου glyphe, από την ελληνική λέξη γλυφή (σκάλισμα, χάραγμα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλύφος θηλυκό
- (τυπογραφία, πληροφορική) η εικαστική παρουσίαση συμβόλου (γράμματος, αριθμού, μαθηματικού συμβόλου, κλπ), όπου ένα σύμβολο μπορεί να παρουσιάζεται με πολλές μορφές ή ακόμη και ως σύμπλεγμα συμβόλων (λιγκατούρες). Τα γράμματα της Αραβικής γλώσσας έχουν έως και τέσσερις διαφορετικούς γλύφους ανάλογα με τη θέση τους στο κείμενο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γλύφος στη Βικιπαίδεια