γκρενά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκρενά < (άμεσο δάνειο) γαλλική grenat < grenade < λατινική (pomum) granatum, ουδέτερο του granatus < granum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵrHnom / *g̑er (κόκκος)
Επίθετο
επεξεργασίαγκρενά άκλιτο
- που έχει το σκούρο κόκκινο χρώμα του ροδιού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκρενά ουδέτερο άκλιτο