γρεναδίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρεναδίνη < γαλλική grenade < λατινική (pomum) granatum, ουδέτερο του granatus < granum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵrHnom / *g̑er (κόκκος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γρεναδίνη θηλυκό
- (γαστρονομία) σιρόπι ή χυμός ροδιού
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γρεναδίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρεναδίνη
|