Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρεναδιέρος οι γρεναδιέροι
      γενική του γρεναδιέρου των γρεναδιέρων
    αιτιατική τον γρεναδιέρο τους γρεναδιέρους
     κλητική γρεναδιέρε γρεναδιέροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρεναδιέρος < γαλλική grenadier < grenade +‎ -ier

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣɾe.naˈðʝe.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρε‐να‐διέ‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γρεναδιέρος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία