Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γρεναδιέρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Δείτε επίσης
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γρεναδιέρ
ος
οι
γρεναδιέρ
οι
γενική
του
γρεναδιέρ
ου
των
γρεναδιέρ
ων
αιτιατική
τον
γρεναδιέρ
ο
τους
γρεναδιέρ
ους
κλητική
γρεναδιέρ
ε
γρεναδιέρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γρεναδιέρος
<
γαλλική
grenadier
<
grenade
+
-ier
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɣɾe.naˈðʝe.ɾos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
γρε‐να‐διέ‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γρεναδιέρος
αρσενικό
(
ιστορία
,
στρατιωτικός όρος
)
επίλεκτος
γάλλος
στρατιώτης
Δείτε επίσης
επεξεργασία
γρεναδιέρος
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γρεναδιέρος
αγγλικά
:
grenadier
(en)
γαλλικά
:
grenadier
(fr)
ρωσικά
:
гренаде́р
(ru)
(
grenadér
)
φινλανδικά
:
krenatööri
(fi)