Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκραϊντάρω < γκράιντ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική grind

  Ρήμα επεξεργασία

γκραϊντάρω

  1. (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός) παίζω παιχνίδι για πολλή ώρα, συνήθως με σκοπό να βελτιώσω τον χαρακτήρα μου αποκτώντας αντικείμενα των οποίων οι πιθανότητες απόκτησης (drop rates) είναι χαμηλές
    Χρειάζεται να γκραϊντάρεις πολύ αν θέλεις να φτάσεις τον ήρωά σου στο επίπεδο 100.
     συνώνυμα: φαρμάρω
  2. (αργκό, γενικότερα) δουλεύω σκληρά
    Όλη μέρα πέρασα γκραϊντάροντας στη δουλειά ρε φίλε.

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. γκραϊντάρω γκράινταρα θα γκραϊντάρω να γκραϊντάρω γκραϊντάροντας
β' ενικ. γκραϊντάρεις γκράινταρες θα γκραϊντάρεις να γκραϊντάρεις γκραϊντάρετε
γ' ενικ. γκραϊντάρει γκράινταρε θα γκραϊντάρει να γκραϊντάρει
α' πληθ. γκραϊντάρουμε γκραϊντάραμε θα γκραϊντάρουμε να γκραϊντάρουμε
β' πληθ. γκραϊντάρετε γκραϊντάρατε θα γκραϊντάρετε να γκραϊντάρετε γκραϊντάρετε
γ' πληθ. γκραϊντάρουν(ε) γκράινταραν
γκραϊντάραν(ε)
θα γκραϊντάρουν(ε) να γκραϊντάρουν(ε)

  Μεταφράσεις επεξεργασία