γκραϊντάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκραϊντάρω < γκράιντ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική grind
Ρήμα επεξεργασία
γκραϊντάρω
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός) παίζω παιχνίδι για πολλή ώρα, συνήθως με σκοπό να βελτιώσω τον χαρακτήρα μου αποκτώντας αντικείμενα των οποίων οι πιθανότητες απόκτησης (drop rates) είναι χαμηλές
- (αργκό, γενικότερα) δουλεύω σκληρά
- ↪ Όλη μέρα πέρασα γκραϊντάροντας στη δουλειά ρε φίλε.
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | γκραϊντάρω | γκράινταρα | θα γκραϊντάρω | να γκραϊντάρω | γκραϊντάροντας | |
β' ενικ. | γκραϊντάρεις | γκράινταρες | θα γκραϊντάρεις | να γκραϊντάρεις | γκραϊντάρετε | |
γ' ενικ. | γκραϊντάρει | γκράινταρε | θα γκραϊντάρει | να γκραϊντάρει | ||
α' πληθ. | γκραϊντάρουμε | γκραϊντάραμε | θα γκραϊντάρουμε | να γκραϊντάρουμε | ||
β' πληθ. | γκραϊντάρετε | γκραϊντάρατε | θα γκραϊντάρετε | να γκραϊντάρετε | γκραϊντάρετε | |
γ' πληθ. | γκραϊντάρουν(ε) | γκράινταραν γκραϊντάραν(ε) |
θα γκραϊντάρουν(ε) | να γκραϊντάρουν(ε) |