φαρμάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαρμάρω < φάρμα + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική farm
Ρήμα επεξεργασία
φαρμάρω
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) παίζω επιγραμμικό παιχνίδι έχοντας δημιουργήσει τρόπον τινά μία "φάρμα" και μέσω αυτής αποκτώ αυτόματα ή απλώς ευκολότερα χρυσό, εμπειρία, αντικείμενα κ.ά.
- ↪ Γίνεται να φαρμάρεις AFK αλλά χρειάζεται προετοιμασία της τοποθεσίας για να μη σου κάνουν ζημιά τα εχθρικά πλάσματα.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | φαρμάρω | φάρμαρα | θα φαρμάρω | να φαρμάρω | φαρμάροντας | |
β' ενικ. | φαρμάρεις | φάρμαρες | θα φαρμάρεις | να φαρμάρεις | φαρμάρετε | |
γ' ενικ. | φαρμάρει | φάρμαρε | θα φαρμάρει | να φαρμάρει | ||
α' πληθ. | φαρμάρουμε | φαρμάραμε | θα φαρμάρουμε | να φαρμάρουμε | ||
β' πληθ. | φαρμάρετε | φαρμάρατε | θα φαρμάρετε | να φαρμάρετε | φαρμάρετε | |
γ' πληθ. | φαρμάρουν(ε) | φάρμαραν φαρμάραν(ε) |
θα φαρμάρουν(ε) | να φαρμάρουν(ε) |