Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμάρω < φάρμα + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική farm

φαρμάρω

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. φαρμάρω φάρμαρα θα φαρμάρω να φαρμάρω φαρμάροντας
β' ενικ. φαρμάρεις φάρμαρες θα φαρμάρεις να φαρμάρεις φαρμάρετε
γ' ενικ. φαρμάρει φάρμαρε θα φαρμάρει να φαρμάρει
α' πληθ. φαρμάρουμε φαρμάραμε θα φαρμάρουμε να φαρμάρουμε
β' πληθ. φαρμάρετε φαρμάρατε θα φαρμάρετε να φαρμάρετε φαρμάρετε
γ' πληθ. φαρμάρουν(ε) φάρμαραν
φαρμάραν(ε)
θα φαρμάρουν(ε) να φαρμάρουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία