- γαυριάω < γαῦρος και -ιάω
γαυριάω (γαυρόομαι-γαυροῦμαι)
- (για άλογα) καμαρώνω, υπερηφανεύομαι
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Λυκούργος, 22.1
- οὐκ ἐκώλυον καλλωπίζεσθαι περὶ κόμην καὶ κόσμον ὅπλων καὶ ἱματίων, χαίροντες, ὥσπερ ἵπποις, γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας,
- είμαι γεμάτος, έχω αφθονία
- (μεταφορικά) φέρομαι περήφανα, αλαζονεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι, καμαρώνω για κάτι
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Δημοσθένης, Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ Στεφάνου Λόγος, 244
- Οὐ τοίνυν οὐδὲ τὴν ἧτταν, εἰ ταύτῃ γαυριᾷς ἐφ᾽ ᾗ στένειν σ᾽, ὦ κατάρατε, προσῆκεν, ἐν οὐδενὶ τῶν παρ᾽ ἐμοὶ γεγονυῖαν εὑρήσετε τῇ πόλει.
- Θα διαπιστώσετε λοιπόν ότι ακόμη και η ήττα της πόλης στη Χαιρώνεια, αν εσύ χαίρεσαι γι᾽ αυτήν ενώ έπρεπε να θρηνείς, καταραμένε, δεν οφείλεται σε καμιάν από τις δικές μου ενέργειες.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr