γαυρόομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαυρόομαι < γαυριάω
Ρήμα επεξεργασία
γαυρόομαι-γαυροῦμαι
- φέρομαι περήφανα, αλαζονεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- γαύρωμα (ο λόγος για τον οποίο καμαρώνει κάποιος)
- γαυρίαμα (αλαζονεία, υπερηφάνεια)