Ετυμολογία

επεξεργασία
γαστάλδος < (άμεσο δάνειο) βενετική gastaldo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαστάλδος αρσενικό (και σήμερα ως ιδιωματικό)[1][2]

  1. (επάγγελμα) δικαστικός υπάλληλος με αρμοδιότητες την επίλυση διαφορών μεταξύ πολιτών και την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων
  2. (αξίωμα, εκκλησιαστικός όρος) (για εκκλησιαστικά θέματα) επίτροπος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γαστάλδος -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
  2. Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.