Ποντιακά (pnt) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική γαρή γαρίδες
γενική γαρής γαριδίων
αιτιατική γαρήν γαρίδες
κλητική γαρή γαρίδες

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαρή < (άμεσο δάνειο) τουρκική karı (γυναίκα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαρή θηλυκό