Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοπορίζομαι < βιο- + πορίζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

βιοπορίζομαι (αποθετικό)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία