Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοποριστικά < βιοποριστικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

βιοποριστικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βιοποριστικά