Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βερνισάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vernissage < vernisser + -age < vernis < παλαιά γαλλική vernis / verniz < μεσαιωνική λατινική vernix / vernice

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βερνισάζ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία