βερνισάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βερνισάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vernissage < vernisser + -age < vernis < παλαιά γαλλική vernis / verniz < μεσαιωνική λατινική vernix / vernice
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερνισάζ ουδέτερο άκλιτο
- (σπάνιο) το «άνοιγμα» μιας έκθεσης (ζωγραφικής, γλυπτικής κ.λπ.) σε επιλεγμένο κοινό πριν από την ημερομηνία που η έκθεση θα είναι επισκέψιμη από κάθε ενδιαφερόμενο και ανοιχτή στο κοινό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βερνισάζ
|