αὐδάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααὐδάω - αὐδῶ (συνηρημένο)
- μιλώ, λέγω
- απευθύνομαι σε κάποιον
- (για χρησμούς) εκφωνώ, λέγω
- διατάσσω κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι
- καλώ με το όνομά του
- (στην παθητική φωνή αὐδάομαι) ονομάζομαι
Κλίση
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις αὐδ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. αὐδή - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- αὐδάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐδάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.