Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐδάω < αὐδ(ή) + -άω [1]

αὐδάω - αὐδῶ (συνηρημένο)

  1. μιλώ, λέγω
  2. απευθύνομαι σε κάποιον
  3. (για χρησμούς) εκφωνώ, λέγω
  4. διατάσσω κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι
  5. καλώ με το όνομά του
  6. (στην παθητική φωνή αὐδάομαι) ονομάζομαι

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. αὐδή - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.