αὐδῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααὐδῶ
αὐδῶ (-άω) (Α) αυδή 1. προσφέρω φθόγγους, αρθρώνω, μιλώ 2. φωνάζω, κραυγάζω 3. (για χρησμούς) προφητεύω, χρησμοδοτώ 4. λέγω κάτι σε κάποιον, απευθύνομαι, προσφωνώ 5. επικαλούμαι (θεό) 6. προτρέπω, διατάσσω 7. αποκαλώ, ονομάζω 8. εγκωμιάζω 9. παθ. υπάρχει για μένα φήμη, διαδίδεται κάτι.