αχούλ
Ποντιακά (pnt)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αχούλ | αχούλεα |
γενική | αχουλί | αχουλίων |
αιτιατική | αχούλ | αχούλεα |
κλητική | αχούλ | αχούλεα |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααχούλ ουδέτερο
- το μυαλό
Εκφράσεις
επεξεργασία- όποιος 'κ εχ' αχούλ, εχ' ποδάρια: όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια.
- ο αχουλούς ους να ενούνιζεν ο ζαντός επέρασεν το ποτάμ: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλωμένος, ο τρελός έχει διαβεί το ποτάμι.
- ο αχουλούς ους να νουνίζ, ο παλαλόν κρούει και διαβέν: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλωμένος, ο τρελός χτυπάει και φεύγει.