πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική αχούλ αχούλεα
γενική αχουλί αχουλίων
αιτιατική αχούλ αχούλεα
κλητική αχούλ αχούλεα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχούλ < τουρκική akıl < αραβική عقل

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈxul/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αχούλ ουδέτερο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία