αστεφάνωτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστεφάνωτα < αστεφάνωτος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
αστεφάνωτα
- χωρίς να του έχουν τοποθετήσει στεφάνι
- χωρίς να έχουν παντρευτεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστεφάνωτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αστεφάνωτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστεφάνωτος