Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστεφάνωτα < αστεφάνωτος +

  Επίρρημα επεξεργασία

αστεφάνωτα

  1. χωρίς να του έχουν τοποθετήσει στεφάνι
  2. χωρίς να έχουν παντρευτεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αστεφάνωτα