Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκριάτικα < αποκριάτικος +

Επίρρημα

επεξεργασία

αποκριάτικα

  1. κατά την χρονική περίοδο της Αποκριάς
  2. με τρόπο που συνηθίζεται κατά την Αποκριά

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία