ανθρακεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθρακεύω < (ελληνιστική κοινή) ἀνθρακεύω < αρχαία ελληνική ἄνθραξ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική charbonner)
Ρήμα επεξεργασία
ανθρακεύω (παθητική φωνή: ανθρακεύομαι)
- παρέχω άνθρακα, προκειμένου να λειτουργήσει μια μηχανή
- παρασκευάζω άνθρακα / ξυλάνθρακα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άνθρακας