ανεπίσημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπίσημα < ανεπίσημος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαανεπίσημα
- χωρίς επίσημη κάλυψη, χωρίς εξουσιοδότηση, χωρίς επισημότητα, άτυπα, διακριτικά, χωρίς τήρηση πρακτικών
- του έκανε την παρατήρηση ανεπίσημα γιατί αν του έκανε αναφορά στο υπουργείο, ίσως και να απολυόταν αμέσως
- η συζήτηση έγινε ανεπίσημα σε επίπεδο προξένων, χωρίς όμως να κρατηθούν πρακτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεπίσημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανεπίσημα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανεπίσημο